- προταριχεύω
- Α1. ταριχεύω εκ τών προτέρων2. αλατίζω προηγουμένως3. ισχναίνω έναν ασθενή με νηστεία («βούλονται γὰρ πάντες ὑπὸ τὰς ἀρχὰς τῶν νούσων προταριχεύσαντες τοὺς ἀνθρώπους ἤ δύο... ἤ καὶ πλείους ἡμέρας», Ιπποκρ.)4. διαλύω χημικές ύλες ή ουσίες εκ τών προτέρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ταριχεύω «βαλσαμώνω, παστώνω, ισχναίνω κάποιον με νηστεία»].
Dictionary of Greek. 2013.