προταριχεύω

προταριχεύω
Α
1. ταριχεύω εκ τών προτέρων
2. αλατίζω προηγουμένως
3. ισχναίνω έναν ασθενή με νηστεία («βούλονται γὰρ πάντες ὑπὸ τὰς ἀρχὰς τῶν νούσων προταριχεύσαντες τοὺς ἀνθρώπους ἤ δύο... ἤ καὶ πλείους ἡμέρας», Ιπποκρ.)
4. διαλύω χημικές ύλες ή ουσίες εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ταριχεύω «βαλσαμώνω, παστώνω, ισχναίνω κάποιον με νηστεία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προταριχεύσαντα — προταριχεύω salt aor part act neut nom/voc/acc pl προταριχεύω salt aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προταριχευθέν — προταριχεύω salt aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προταριχεύειν — προταριχεύω salt pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προταριχεύοντες — προταριχεύω salt pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προταριχεύσαντες — προταριχεύω salt aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προταριχεία — ἡ, Α [προταριχεύω] προηγηθείσα ταρίχευση …   Dictionary of Greek

  • προταριχεύσας — προταριχεύσᾱς , προταριχεύω salt aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”